-Πήγα κι αγόρασα μια μαύρη ομπρέλα, αυτόματη, από αυτές που ανοίγουν και κλείνουν με το πάτημα ενός κουμπιού. Είναι ομπρέλα για σοβαρούς κυρίους και η λαβή της είναι καμπυλωτή για να κρέμεται στο χαρτοφύλακα και να μην γλιστράει όταν την κρατάς ανοιχτή. Ο σκελετός της ατσάλινος, εγγύηση εφ’ όρου ζωής μου είπαν, τα άξιζε τα λεφτά που έδωσα. Δεν την πήρα για τις μπόρες του Μάρτη, ούτε για τις καταιγίδες του Γενάρη, ούτε για τα πρωτοβρόχια του φθινόπωρου, την βροχή έτσι κι αλλιώς δεν την φοβάμαι. Μια ζωή βρεγμένος ως το κόκαλο ήμουν και όπως όλα δείχνουν κάπως έτσι θα συνεχίσω, βρεγμένος και αξιοπρεπής , παρότι είμαι πλέον ιδιοκτήτης της μαύρης ομπρέλας που απευθύνεται σε σοβαρούς κυρίους….
- Καλά μαλάκας είσαι? Τότε τι την πήρες την ομπρέλα αφού δεν την χρησιμοποιείς?
-Την ανοίγω τα βράδια στον ύπνο μου, για να γλιστράνε πάνω της οι υγρές ανησυχίες μου, για να στάζουν πάνω της οι υδρορροές της απελπισίας και οι ανοιχτές τέντες της αβεβαιότητας. Κι όταν η εγγύηση της λήξει, τότε θα την βάλω κόντρα στον άνεμο και θα αναληφθώ… και δεν θα ενοχλήσω ποτέ ξανά και δεν θα ξαναενοχληθώ…. Όπως συμβαίνει με όλους τους σοβαρούς κυρίους.
- Καλά μαλάκας είσαι? Τότε τι την πήρες την ομπρέλα αφού δεν την χρησιμοποιείς?
-Την ανοίγω τα βράδια στον ύπνο μου, για να γλιστράνε πάνω της οι υγρές ανησυχίες μου, για να στάζουν πάνω της οι υδρορροές της απελπισίας και οι ανοιχτές τέντες της αβεβαιότητας. Κι όταν η εγγύηση της λήξει, τότε θα την βάλω κόντρα στον άνεμο και θα αναληφθώ… και δεν θα ενοχλήσω ποτέ ξανά και δεν θα ξαναενοχληθώ…. Όπως συμβαίνει με όλους τους σοβαρούς κυρίους.