Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Στο ταξί ενός βάτραχου περασμένα μεσάνυχτα.

Είχε πέσει με τα μούτρα πάνω στο καυλί μου και τριβόταν πάνω του σε κάθε στροφή και κάθε ανωμαλία του δρόμου. Όταν μπήκαμε στο ταξί προσπάθησα να την κρατήσω σε όρθια στάση αλλά ήταν αδύνατον, διαρκώς έπεφτε επάνω μου, έτσι την άφησα σε αυτή τη στάση μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο της. Ο βάτραχος και ο Μιχάλης γελούσαν ασταμάτητα και μου έλεγαν να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία. Εγώ φοβόμουν μην αρχίσει να ξερνάει πάνω μου. Εκείνη ροχάλιζε και συγχρόνως παραμιλούσε.
Την βρήκαμε στο δρόμο, καθώς πηγαίναμε στο σημείο που είχαμε δώσει ραντεβού με τον ταξιτζή μας το βάτραχο, είχε πέσει σε ένα παγκάκι μπρούμυτα και ξερνούσε, συγχρόνως με μια φωνή ασθενική, ζητούσε βοήθεια από τους περαστικούς. Ηταν περασμένα μεσάνυχτα. Σαν καλός Σαμαρείτης σταμάτησα μπροστά της, αποφασισμένος να την βοηθήσω.
Είχε έρθει την προηγούμενη μέρα από το Μαϊάμι για να περάσει το σαββατοκύριακο της στις Μπαχάμες. Ήταν φοιτήτρια, είχε χάσει την παρέα της και δεν ήξερε πώς να επιστρέψει στο ξενοδοχείο της. Είχε χάσει και το ένα της παπούτσι. Μου έδωσε την κάρτα του ξενοδοχείου και συνέχισε να ξερνάει. Φαινόταν εξαντλημένη και βρωμούσε αλκοόλ. Μου ζήτησε κλαίγοντας να φωνάξω ένα ασθενοφόρο(!) για να την πάει στο ξενοδοχείο ,γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει. Ήταν μια όμορφη μεθυσμένη αμερικανίδα και σε καμία περίπτωση δε θα την άφηνα να σέρνεται στο δρόμο. Ήμουν αποφασισμένος να εξαντλήσω την καλοσύνη που μπορεί να δείξει κάποιος σε μια άγνωστη.
Την κρατούσα από την μέση κι εκείνη τραυλίζοντας και παραπατώντας με ακολούθησε ως το ταξί του βάτραχου. Όταν εξήγησα στον βάτραχο περί τίνος πρόκειται, εκείνος αρνήθηκε να την βάλει στο ταξί, μου τόνισε δε, ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι φαινόμενο καθημερινό στα μέρη του και ότι το καλύτερο που θα μπορούσα να κάνω ήταν να βρω ένα παγκάκι για να την αφήσω. Εγώ τότε του είπα πόσο ελεεινό και τρισάθλιο τον θεωρώ, ο βάτραχος και ο Μιχάλης έβαλαν τα γέλια και ξεκινήσαμε για το ξενοδοχείο της κοπέλας.
Σε όλη την διαδρομή ως το ξενοδοχείο ο βάτραχος και ο Μιχάλης γελούσαν ασταμάτητα με την στάση που είχε πάρει η κοπέλα πάνω μου. Ένιωθα τα χείλη της να πιπιλίζουν το φερμουάρ του παντελονιού μου και ο βάτραχος ούρλιαζε χαχανίζοντας «να ανοίξω την βρύση για να πιούν οι διψασμένοι νερό», «να βγάλω το πιστόνι μου για να το λιπάνει το κοριτσάκι»… και άλλα τέτοια εμετικά αστεία.
Στην είσοδο του ξενοδοχείου , την ξύπνησα μαλακά, της είπα ότι φτάσαμε στο ξενοδοχείο της , την ρώτησα αν θέλει βοήθεια να ανέβει τις σκάλες και περίμενα περήφανος πια για το κατόρθωμα μου, να δώ να διαγράφεται στο βλέμμα της η ευγνωμοσύνη για την ανιδιοτελή μου πράξη…. Εκείνη σηκώθηκε εκνευρισμένη και με έντονο ύφος, μου είπε να μην την αγγίζω, κατέβηκε απ’ το ταξί και την στιγμή που έφευγε, ο βάτραχος της φώναξε να του δώσει 15$ για την μεταφορά, εκείνη του είπε να πάει να γαμηθεί και ότι είναι ένας μαλάκας και γαμιόλης αράπης που του γαμιέται η μάνα και μας έστειλε και τους τρείς στο διάολο! ….Στο σημείο αυτό ο βάτραχος ξεράθηκε στα γέλια, άρχισε να πατάει την κόρνα, με έδειχνε και γελούσε με δάκρυα, …. Κοίταξα το παντελόνι μου, υπήρχε μια τεράστια στάμπα από τα σάλια της κοπέλας γύρω από το φερμουάρ….

Υ.Σ.1 Ο βάτραχος είναι ταξιτζής στο Freeport στις Μπαχάμες, δεν ξέρω γιατί συστήνεται με αυτό το όνομα, πάντως το χρησιμοποιεί ακόμη και στην επαγγελματική του κάρτα.
Υ.Σ.2 Η φωτό που ακολουθεί είναι για να θυμίσω στον φίλο petheo.blogspot.com το Perfume Factory και την πρωτοχρονιά που κάναμε στις Μπαχάμες, αρκετά χρόνια πρίν.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Κονιορτοποίηση μιας κυματοειδούς τηγανιτής πατάτας .

-Καλά ρε μαλάκα …. μου φαίνεται τραγικό, τι σκατά έκανες, πως σκατά τα κατάφερες?
-Ξέρω και γω …. τα κατάφερα!
-Και τώρα? Ο γάμος?
-Τώρα σκατά……
Το ζευγάρι που καθόταν στο διπλανό τραπέζι, μας κοιτούσε σιωπηλό. Η παρουσία τους μου προκαλούσε αμηχανία, ανέκαθεν με προβλημάτιζαν αυτά τα ζευγάρια που βγαίνουν για καφέ και κάθονται αμίλητα να χαζεύουν τον χώρο. Λένε είναι σημαντικό να μπορεί κανείς να μοιράζεται τις σιωπές του με τον άνθρωπό του, αλλά στην περίπτωση αυτή είχα την αίσθηση ότι το ζευγάρι στο διπλανό τραπέζι ,μοιραζόταν μαζί μας, το διάλογο που είχα εγώ με τον Αντρέα.
-Να στο δώσω με ένα παράδειγμα?
Εγώ ανασκουμπώνομαι και περιμένω να ακούσω. Παίρνει ένα πατατάκι από αυτά που συνόδευαν τις μπύρες μας και ενώ το ακουμπά πάνω στο τραπέζι μου εξηγεί:
-Υπέθεσε ότι το πατατάκι αυτό , είναι ότι έχεις χτίσει τα τελευταία πέντε χρόνια, ένα ωραίο πρωινό και ενώ βρίσκεσαι κάτω από πολύ πίεση, αρχίζεις να ξεσπάς πάνω του, το βάζεις λοιπόν κάτω και ανεβαίνεις πάνω του,- «αρχίζει να πιέζει το πατατάκι με το δάχτυλό του πάνω στο τραπέζι και αυτό σπάει σε τρία μέρη»-, αφού το σπάσεις σε μερικά κομμάτια συνεχίζεις να χοροπηδάς με δύναμη πάνω του μέχρι να το κάνεις χίλια κομμάτια - «πατάει το πατατάκι με το δάχτυλό του τόσες φορές που γίνεται στην κυριολεξία χίλια κομμάτια»- έπειτα για να το αποτελειώσεις , παίρνεις ένα βαρύ αντικείμενο και αρχίζεις να το κοπανάς μέχρι να το κάνεις σκόνη,- «παίρνει το τασάκι και αρχίζει να χτυπά τα μικρά κομμάτια, ώσπου τα έκανε σκόνη»-,τέλος μαζεύεις με το δάχτυλό σου αυτά τα απειροελάχιστα μόρια πατάτας στην άκρη του τραπεζιού και σπρώχνοντας τα πετάς στο πάτωμα, έπειτα πατώντας τα με το παπούτσι σου τα σκορπίζεις, για να μην φανεί ότι λέρωσες! Αυτό ήταν, τελείωσες…
Κοιτάζω τον Αντρέα με κατανόηση χωρίς να ξέρω τι να πω. Κοιτάζω το ζευγάρι στο απέναντι τραπέζι, η γυναίκα μας κοιτά καχύποπτα και μοιάζει να θέλει να μου μεταδώσει ένα ενοχικό συναίσθημα, ο άντρας κοιτάει το πάτωμα σκεφτικός. Το πατατάκι το λένε Εύα.

Η ηλικία στης στάχτης.

Ήταν τότε που αρρώστησαν οι βερικοκιές και είχαν τα φύλλα τους και ο καρπός τους τρύπες από σκάγια και τα παιδικά μυαλά μας αδυνατούσαν να καταλάβουν ποιος μανιακός τις πυροβολούσε. Το πεδίο των μαχών μας εκτείνονταν ως το τέλος του χωραφιού και τα αιματοκυλίσματα επιτρέπονταν μόνο εντός των ορίων του , όποιος ξέφευγε αυτών των ορίων για να γλιτώσει , αυτόματα βρισκόταν εκτός παιχνιδιού και θεωρούνταν ο «χαμένος». Οι γηραιότερες βερικοκιές γίνονταν αρχηγεία και στα κλαδιά τους κρύβαμε τα λάφυρα του πολέμου και τα όπλα μας, όταν εγκαταλείπαμε το παιχνίδι. Την λήξη του πολέμου σήμαιναν τα ξελαρυγγιάσματα των μανάδων μας :
-Αχιλλέαααα ,Πάτροκλεεεεε, Μενέλαεεεεεεε…….φαείειειει!
Οι συμμορίες τότε διαλύονταν ειρηνικά και δίναμε ραντεβού για το επόμενο απόγευμα.
Ένα Σαββατιάτικο πρωινό ο αδερφός μου με ξύπνησε απότομα και όλο έξαψη μου εξομολογήθηκε κάτω από συνθήκες πλήρους μυστικοπάθειας :
- Ξεριζώνουν τις βερικοκιές!
– Σοβαρά….
– Σοβαρά! Και ξέρεις τι βρήκαν κάτω από τις βερικοκιές?
- Τι?
- Τάφους!!!Αρχαίους τάφους ….πάμε να δούμε…
Το κτήμα έμοιαζε με βομβαρδισμένο πεδίο, γεμάτο μεγάλες λακκούβες στις οποίες πριν φώλιαζαν οι ρίζες των δέντρων. Ο Αίαντας στο τιμόνι μιας μπουλντόζας, έσπρωχνε με δύναμη τους κορμούς των δέντρων , μέχρι που ακουγόταν το σπάσιμο του δεσμού που είχαν αναπτύξει τα δέντρα με την γη και έμοιαζε ο ήχος αυτός σαν την τελευταία κραυγή μιας άνισης πάλης. Οφείλουμε μια τελετή σ’ αυτά τα πτώματα …. σκεφτόμουν.
Στην άκρη του κτήματος μια πέτρινη πλάκα στεκόταν όρθια, χωμένη μες τα σκαμμένα χώματα, ο Κρέοντας στεκόταν δίπλα της κρατώντας δυο πήλινα κύπελλα και έναν μικρό αμφορέα. Πλησιάσαμε και σταθήκαμε πάνω από τον τάφο , που ήταν ένα πέτρινο κιβώτιο που το σκέπαζε η πέτρινη πλάκα, την οποία είχαν σηκώσει. Ο Κρέοντας μας διέταξε να μην αγγίξουμε τίποτα και να μην πούμε τίποτα σε κανέναν, εμείς συμφωνήσαμε κουνώντας το κεφάλι μας αποσβολωμένοι από το θέαμα. Ήταν ένας ανθρώπινος σκελετός , με θρυμματισμένα οστά, στο χρώμα της στάχτης , μέσα στο πέτρινο κιβώτιο. Έσκυψα πάνω από το θρυμματισμένο του κρανίο για να το επεξεργαστώ, καθώς το κοιτούσα σκεφτόμουν: «- πώς να είναι το όνομά του? – ποιοι τον έφεραν ως εδώ και πως κουβάλησαν αυτό το βαρύ πέτρινο κιβώτιο? – θα ήθελα να ήμουν στην κηδεία σου…. μακάρι να γύριζε ο χρόνος πίσω…..»
Καθώς γυρνούσαμε σπίτι σιωπηλοί, μια ερώτηση παρέμεινε στη σκέψη μου… τι ηλικία να έχει αυτή η στάχτη?
 

Η Αγία Καθημερινότητα.

Με αφορμή όλα αυτά τα εκκλησιαστικά σκάνδαλα και την διεθνή οικονομική κρίση , που ξέσπασαν πάλι και το ξύπνημα αυτού του ανατριχιαστικού τέρατος, που λέγεται «κοινή γνώμη», σκέφτηκα να γράψω δυο λόγια , για μία αγία που την προσκυνάμε νυχθημερόν ,μια αγία που ξέρει να χειρίζεται τον χρόνο χωρίς η ίδια να αλλοιώνεται, μια αγία που είναι τόσο σταθερή όσο και ευμετάβλητη, μια αγία που την περιφέρουμε και την επιδεικνύουμε σαν πολύχρωμο παπαγάλο στον ώμο μας , μια αγία που πασχίζουμε να την διώξουμε κι έπειτα μανιωδώς την αποζητάμε,… την Αγία Καθημερινότητα.
Ξυπνάμε μαζί τα πρωινά, εκείνη είναι ξαπλωμένη στη γλώσσα μου αγκαλιά με την στυφνή γεύση που έμεινε στο στόμα μου από τα τσιγάρα που κάπνισα το προηγούμενο βράδυ. Κατρακυλά πάνω στη μύτη μου και μου ανοίγει το ένα μάτι, «-ξημέρωσε», μου φωνάζει. Στην τουαλέτα σηκώνει το καπάκι της λεκάνης και ανοίγει την βρύση του νιπτήρα, αρχίζει να τρίβεται πάνω στην οδοντόβουρτσα κάνοντας αφρό με την οδοντόπαστα, «- βρες ένα ρυθμό, είναι ωραίο να ξεκινάς τη μέρα σου σιγοτραγουδώντας κάτι» μου επαναλαμβάνει κάθε πρωί. Πριν μπω στη κουζίνα, τρυπώνει στο γκαζάκι και περιμένει να βάλω τη σπίθα για να μου ψήσει ένα καφέ. «- Το νου σου στον καφέ εσύ, μη μου κάνεις πάλι το νεροχύτη σκατά, θα χαζέψω εγώ στον ακάλυπτο …»συνεχίζει απτόητη. Έπειτα μετράει τα τσιγάρα μου , «-είναι 12, προσπάθησε να το θυμηθείς όταν ανοίξεις το καινούργιο πακέτο», ανοίγει το ραδιόφωνο, ακούει τραγούδια, χαζεύει και σκέφτεται ένα σωρό μαλακίες καθώς πίνουμε μαζί τον καφέ μου και σιγά- σιγά η επικοινωνία με το περιβάλλον αποκαθίσταται. Πέφτει μες την τσιγαροθήκη και προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω στους κορμούς των σβησμένων τσιγάρων, «- έχεις καπνίσει ήδη τέσσερα, καλά είναι, σταμάτα πια….» και εγώ την ακούω και σταματάω.
Στην δουλειά έρχεται πάντα μαζί μου , εκεί συναντά μια φίλη της ,την «Επανάληψη», καμιά φορά τσαντίζεται με την «Επανάληψη», μου λέει ότι την έχει κουράσει η παρέα μαζί της, ότι την θεωρεί μονότονη, μονοσήμαντη, κουραστική έως και μανιοκαταθλιπτική, εγώ τις περισσότερες φορές κρατάω ουδέτερο ρόλο και τις αφήνω μόνες τους να τα ξαναβρούν…. άλλες φορές πείθομαι ότι έχει δίκιο και παίρνω το μέρος της και αρχίζουμε τους αναγραμματισμούς στην «Επανάληψη», προσθέτοντας και δικά μας γράμματα ώστε να την κάνουμε να ακούγεται «Ανεπανάληπτη»…
Η αχίλλειος πτέρνα της είναι η «Αλλαγή», όταν ανταμωθούν, η Αγία Καθημερινότητα φεύγει σαν κυνηγημένη , πάει και κουλουριάζεται σαν βρέφος στα πιο μικρά και ασήμαντα πράγματα και αρνείται πεισματικά την επικοινωνία μαζί μου… εγώ τότε της δίνω λίγο χρόνο να συνηθίσει… κι εκείνη επιστρέφει χαρούμενη κουβαλώντας μαζί της ένα μωρό, που κάθε φορά του δίνει το ίδιο όνομα, «Αποδοχή».Είναι σημαντικό να νιώθει κανείς την ασφάλεια μιας υγιούς καθημερινότητας και να πορεύεται με τις ευλογίες τις.