Εκεί που δεν το περιμένεις , στο
εντελώς ξαφνικό, ακούγεται ένα ουρλιαχτό, μια αναμπουμπούλα, ένα κουρνιαχτό,
ξύλο, μπουνιές, κλοτσιές, βρισιές, περιπολικά ….Σικάγο γίναμε, Σικάγο.
Εγώ κλασικά, είχα στηθεί μπροστά
στον υπολογιστή και παρακολουθούσα το χρηματιστήριο , το οποίο μόλις είχε κάνει
ένα απότομο πέταγμα και ρουφούσαν οι ανίδεοι μικροεπενδυτές τις μετοχές της Κύπρου
και της Λαϊκής με το μπουρί, σε τέτοιο βαθμό που νόμιζες ότι προφανώς
απελευθερώθηκαν τα κατεχόμενα και ότι εσύ είσαι ο μόνος σε αυτόν τον πλανήτη που
το αγνοεί…. Στο μεταξύ τα είχα πάρει στο κρανίο με κάτι μπιφτέκια που τα είχα
βάλει για ψήσιμο από τις δώδεκα το μεσημέρι και ενώ είχε πάει η ώρα τρεις αυτά
ήταν ακόμη άψητα (κάτι άσχετο αλλά δεν μπορώ να μην το ρωτήσω μιας που είμαι
βέβαιος ότι με διαβάζουν και νοικοκυρές : Σε τι θερμοκρασία ψήνονται τα γαμημένα
τα μπιφτέκια ? Τα βάζω στους 180°C τίποτα, ανεβάζω στους 220°C πάλι τίποτα , πάω στους 250°C τα ίδια σκατά, το πάω στους 300°C, έπειτα στους 350°C και πάλι τίποτα..... όταν λοιπόν το
βάζω στους 450°C μου
λιώνει το ταψί! Τι φταίει?).
Ξαφνικά λοιπόν μες την ηρεμία του
μεσημεριού , ακούγονται κάτι μουγκανητά από τον δρόμο. Εγώ στην αρχή νόμισα ότι
είχε ξαναζωντανέψει το μοσχάρι από το οποίο ήταν φτιαγμένα τα μπιφτέκια και
πολεμούσε να βγει από τον φούρνο και έτσι έτρεξα στην κουζίνα αμέσως να προλάβω να βάλω κόντρα στην πόρτα του φούρνου,
μην τυχόν βγει κανένας ταύρος από μέσα και μου τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά. Φτάνοντας
λοιπόν μπροστά στον φούρνο, βλέπω τα μπιφτέκια άψητα , ξαπλωμένα φαρδιά πλατιά
πάνω στο ταψί να κάνουν ηλιοθεραπεία κάτω από την αντίσταση, τους ρίχνω μερικά γαμωσταυρίδια
και βγαίνω στο μπαλκόνι, όπου ακούω σε σπαστά ελληνικά μια γυναικεία φωνή να
ουρλιάζει στο τηλέφωνο «Γκρήγκορα σας παρακαλώ ,ελάτε γκρήγκορα, με κτυπάει, μου ντίνει ξύλο, τόσο ξύλο ντεν
έχω ξαναφάει». Εκείνη την στιγμή έντρομος συνειδητοποιώ ότι κάποιος συνάνθρωπός
μου, αλλοδαπός, ουκρανικής, ρώσικης ή πολωνικής καταγωγής, βρίσκεται σε κίνδυνο και εγώ έπρεπε να δράσω
ακαριαία. Σκέφτομαι να πηδηχτώ από το μπαλκόνι, όμως τελευταία στιγμή παρατηρώ
ότι δεν φοράω το μπλουζάκι του captain America
που φορούσα πριν τρεις αναρτήσεις , αντιθέτως οι ενδυματολογικές μου επιλογές σήμερα το μεσημέρι περιλάμβαναν
μια φανέλα palco ξεφτισμένη, με τρύπα στην μασχάλη , μια βερμούδα Navy & Green και
σαγιονάρα apo to pazari.
Με τι μούτρα να εμφανιστείς έτσι ντυμένος μπροστά στον εγκληματία? Θα
ξεφτιλιζόμουνα! Το ακυρώνω λοιπόν τελευταία στιγμή, ενώ παρατηρώ ότι όλα τα
μπαλκόνια της γειτονιάς είναι γεμάτα κόσμο και όλοι έχουν στρογγυλοκαθίσει και
κοιτούν τον δρόμο. Πραγματικά αηδίασα με την απάθεια του κόσμου, που μόνο πίτσα
και κόκα κόλα δεν παρήγγειλαν για να δουν το ματς (κάτι που θα έπρεπε να έχω
κάνει εγώ, αφού με τα μπιφτέκια δεν έβγαζα άκρη) και ασυναίσθητα αρχίζω να κοιτώ κι εγώ στον
δρόμο προσπαθώντας να καταλάβω από πού έρχονταν οι φωνές. Εκείνη την στιγμή
αρχίζει να στριγκλίζει μια γριά από το απέναντι μπαλκόνι του πρώτου ορόφου : «Βρέ παλιάνθρωπε, αλήτη, άσε ήσυχη
την κοπέλα!»
Εγώ τότε κατάλαβα ότι και οι δύο τους,
θύμα και θύτης, βρίσκονταν στην πιλοτή της πολυκατοικίας μου. Προς στιγμή
σκέφτηκα και πάλι να δράσω ακαριαία αλλά αφενός βαριόμουν να πάω να αλλάξω ,
αφετέρου η παθητική στάση όλου του υπόλοιπου κόσμου που βρισκόταν στα μπαλκόνια,
λειτουργούσε ανασταλτικά στα θηριώδη μου ένστικτα, που με ωθούσαν να λυτρώσω το
ανυπεράσπιστο πλάσμα που βασανιζόταν στην πιλοτή της πολυκατοικίας μου. Ακολούθησαν
μερικά λεπτά απόλυτης ησυχίας και έντονης αγωνίας, όπου εγώ είχα γαμηθεί να πηγαινοέρχομαι
σαν την σβούρα από το ένα μπαλκόνι στο άλλο και συγχρόνως να πατάω και την θυροτηλεόραση
, μπας και καταφέρω να δω τίποτα περισσότερο , χωρίς ωστόσο να έχει αποτέλεσμα
η τακτική μου. Τα είχα πάρει στο κρανίο πάλι, είχαν γίνει τα νεύρα μου κρόσσια.
Μα να δίνουν παράσταση στην πολυκατοικία μου και να μην μπορούν να την
παρακολουθήσουν οι ένοικοι?
Τελικά , λίγο πριν εμφανιστούν οι
μπάτσοι και τον μπουζουριάσουν, ο θύτης έκανε την εμφάνιση του στη μέση του
δρόμου, ξυπόλυτος και παραπατώντας (μιλάμε ήταν κωλοτρυπίδι ο τυπάς), φορώντας
μόνο μια βερμούδα και κρατώντας έναν μαύρο χαρτοφύλακα στο χέρι. Τίγκα στο
τατουάζ όλο του το σώμα , ένας μούσκαρος δυο μέτρα, στάθηκε ξυπόλυτος στην μέση
του δρόμου και κλαίγοντας με λυγμούς άρχισε μια πάρλα που δεν είχε τελειωμό.
Μια να της φωνάζει απελπισμένος και μια
να ρουφάει τις μύξες του. Τόση μύξα πραγματικά απορώ που την πήγαινε? Αφού σκέφτηκα να του πετάξω ένα χαρτομάντιλο από
το μπαλκόνι, αλλά δεν ήθελα να του διακόψω τον ειρμό των σκέψεων του. Μα τι εγκληματίας κλαψομούνις , διασταύρωση Ορέστη
Μακρή, Μάρθας Βούρτση και Βασιλάκη Καΐλα , μας έτυχε ρε πούστη μου
μεσημεριάτικα! Ο κόσμος είχε αρχίσει να δυσανασχετεί στα μπαλκόνια , ο τύπος
δεν έλεγε να το βουλώσει, έκλαιγε ,χτυπιόταν, ικέτευε, έλεγε και ξανάλεγε τα
ίδια και τα ίδια και κανείς μας δεν τον καταλάβαινε, εκτός από το θύμα, μια που
μιλούσε ουκρανικά , ρώσικα ή πολωνικά. Εγώ βέβαια, λόγω του ότι έχω υπερβολικά αυξημένο
δείκτη συναισθηματικής ευφυΐας, καταλάβαινα ότι αυτό που ουσιαστικά της έλεγε
ήταν : «Δεν έχουν το δικαίωμα για σένα να μου λένε/ τα στήθια μου να καίνε/ να
τρέχω σαν τρελή για να σε βρω /να λιώνω να πονώ να λαχταρώ /Αν είναι η αγάπη
αμαρτία /θα βγω να το φωνάξω με λατρεία/ θα βγω να το φωνάξω να το πω /πως
είμαι αμαρτωλή που σ' αγαπώ /Δεν έχουν το δικαίωμα να με περιφρονούνε /μαζί σου σαν με δούνε /να λένε ότι είμαι
αμαρτωλή /που λιώνω στο δικό σου το φιλί…. καργιόλα /Και ακολουθούσε ξανά το
ρεφρέν…»
(Προσοχή το κείμενο από αυτό το
σημείο και κάτω είναι ακατάλληλο για ανηλίκους, υπερήλικες , άτομα με χρόνιες
παθήσεις και ανύπανδρες θυγατέρες.)
Όταν πια έφτασε το μπατσικό, το
θύμα έκανε και αυτό την εμφάνιση του, βγαίνοντας από την πιλοτή, κι εγώ έμεινα μαλάκας …. Ένας μούναρος (συγνώμη για την φρασεολογία, αλλά
είμαι βέβαιος ότι οι νοικοκυρές σταμάτησαν να με διαβάζουν) δυο μέτρα, με το
ένα βυζί να κρέμεται έξω από την μπλούζα της ! Φορούσε ένα χαμηλοκάβαλο τζιν
και το μισό μαύρο στριγκάκι να κάνει μπαμ από τρία χιλιόμετρα μακριά! Εκείνη
την στιγμή ένιωσα απίστευτες τύψεις που δεν έτρεξα από την πρώτη στιγμή να
συμπαρασταθώ στο θύμα, να της βάλω στοργικά το βυζί στην θέση του
ή τουλάχιστον να της βγάλω και το
άλλο έξω για να κάνουνε παρέα, να της εξηγήσω
με απόλυτη νηφαλιότητα ότι πρέπει να κατεβάσει λίγο το στριγκάκι της ή να
ανεβάσει λίγο το παντελόνι της γιατί έχουν
καυλώσει τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα εξαιτίας της και τέλος πάντων να την πάρω
για λίγο στο σπίτι μου να της προσφέρω ένα ποτήρι νερό, ένα άψητο μπιφτέκι (ή
ένα ωμό λουκάνικο), κάτι τέλος πάντων για να την ηρεμήσω από όλη αυτή την
ταραχή - (που μου προκάλεσε)- που πέρασε.
«Ντυθείτε κυρία μου , πως
κυκλοφορείτε έτσι?» ούρλιαξε ο ένας από τους μπάτσους , διακόπτοντας τις φαντασιώσεις
μου. «Αχ συγνώμη!» απάντησε αυτή και
με μια βιαστική κίνηση πέρασε το βυζί και πάλι κάτω από την μπλούζα καταδικάζοντας
έτσι, βυζί και θεατές, στο απόλυτο σκοτάδι.
Τελικά, για να μην μακρηγορώ άλλο
γιατί βαρέθηκα, ο τύπος ήταν προφανώς ο μπεκρής γκόμενος αυτής της απίστευτης
γκόμενας. Η γκόμενα κάποια στιγμή έφυγε από το σπίτι και αυτός την πήρε από πίσω
μες τους δρόμους κρατώντας για ανεξήγητους λόγους έναν χαρτοφύλακα στο χέρι και
άρχισε να της φωνάζει , εκείνη φοβούμενη ότι μπορεί να την χτυπήσει άρχισε να
τρέχει και πήρε τηλέφωνο την αστυνομία, μέχρι να έρθει η αστυνομία ο τύπος την
πρόλαβε στην πιλοτή της πολυκατοικίας μου και άρχισε για όλους μας το μαρτύριο της
μεθυσμένης εξομολόγησης. Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω αν την χτύπησε , όμως
η ίδια είπε στους αστυνομικούς ότι δεν την χτύπησε και μάλιστα παρακαλούσε η
ηλίθια τους αστυνομικούς να μην τον πειράξουν , να μην τον χτυπήσουν και τελικά
πήγε και η ίδια μαζί τους για τον πάρει από το τμήμα όταν θα ξεμεθούσε………